- ξεμωραίνω
- ξεμωραίνω, ξεμώρανα βλ. πίν. 44
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεμωραίνω — 1. καθιστώ κάποιον εντελώς μωρό, τελείως ανόητο, αποκουτιαίνω 2. (συν. το μέσ.) ξεμωραίνομαι χάνω τον λογικό έλεγχο τών πράξεων μου, συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, γίνομαι ξεκούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ μωραίνω* (βλ. και λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek
ξεμωραίνω — ξεμώρανα, ξεμωράθηκα, ξεμωραμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον μωρό, αποκουτιαίνω: Το ξεμώρανες το παιδί με τα παιχνίδια σου. 2. το μέσ., ξεμωραίνομαι γίνομαι μωρός, παιδί, ξεκουτιαίνω: Ξεμωραθήκαμε σε τέτοια ηλικία και δεν ξέρουμε τι λέμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκμωραίνω — ἐκμωραίνω (Μ) καθιστώ κάποιον τελείως μωρό, ξεμωραίνω … Dictionary of Greek
ηλαίνω — ἠλαίνω (Α) (επικ. τ. αντί αλαίνω) 1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι 2. μτφ. είμαι μωρός, ξεμωραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλάσκω] … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεμώραμα — το [ξεμωραίνω] απώλεια τής διανοητικής διαύγειας, κατάσταση αποχαύνωσης ή άνοιας, ξεκούτιασμα … Dictionary of Greek
παραγηρώ — άω, Α φθάνω σε βαθιά γεράματα, ξεμωραίνω λόγω γήρατος, καταντώ κρονόληρος («ὥσπερ παραγεγηρακὼς ἤ παρανοιας ἑαλωκώς», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γηρῶ (βλ. λ. γήρας)] … Dictionary of Greek